ἀκριτοεπής

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐτοεπής: -ές, = ἀκριτόμυθος, Θεόδ. Μετοχ. 77.

German (Pape)

ές, = ἀκριτόμυθος, Sp.