ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
ἀκρῐτοεπής: -ές, = ἀκριτόμυθος, Θεόδ. Μετοχ. 77.
ές, = ἀκριτόμυθος, Sp.