ακροσαπής

Greek Monolingual

ἀκροσαπής, -ὲς (Α)
αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο ελαφρά αλλοιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙ) + -σαπὴς < ἐσάπην. σήπομαι].