ἀκροσαπής
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
ἀκροσαπές, (σήπομαι) slightly 'high', Hp.Alim.41.
Spanish (DGE)
-ές
ligeramente pasado o macerado σιτίον Hp.Alim.41, cf. ἀ.· τὸ ἐπιπολῆς μεταβεβληκός Gal.19.73.
German (Pape)
[Seite 85] ές, oben verwesend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροσᾰπής: -ές, (σήπομαι) «σιτίον νέοισιν ἀκροσαπές», ἐπιπολῆς, ἐπὶ βραχὺ μεταβεβλημένον, Ἱππ. 382, 41.
Greek Monolingual
ἀκροσαπής, -ὲς (Α)
αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο ελαφρά αλλοιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -σαπὴς < ἐσάπην. σήπομαι].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκροσαπής -ές ἄκρος, σήπω licht bedorven.