Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ακροφανής
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκροφανὴς) νεοελλ. (το θηλ. ως ουσ. στη Ναυτ. ορολογία) η ακροφανής η ακτή που μόλις διαφαίνεται στο βάθος του ορίζοντα αρχ. αυτός που μόλις διακρίνεται στην άκρη ή στην κορυφή του. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<ἀκρο- (ΙΙ) + -φανὴς<ἐφάνην, φαίνομαι].