ακρόζυμος

Greek Monolingual

ἀκρόζυμος, -ον (Α)
(άρτος) που έχει λίγη ζύμη ή που έχει ψηθεί προτού ολοκληρωθεί η ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙ) + -ζυμος < ζύμη.