Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ακτινόλιθος
Greek Monolingual
ο (Ορυκτολ.) ορυκτό της ομάδας τών αμφιβόλων. Ανήκει στην ισόμορφη σειρά τρεμολίτου-ακτινολίθου που αποτελείται από ινοπυριτικά άλατα ασβεστίου, μαγνησίου και σιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές <ακτίς (-ίνα) +λίθος, πρβλ. αγγλ. actinolite].