ακυρολεκτώ

Greek Monolingual

ακυρολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκυρος + -λεκτώ < λεκτός < λέγω
πιθ. με επίδραση του ακυριολεκτώ, που διαφέρει όμως σημασιολογικά].