ακυρώνω

Greek Monolingual

(Α ἀκυρῶ, -όω)
κάνω κάτι άκυρο, καταργώ, ανακαλώ
αρχ.
1. θέτω κάτι σε αχρηστία, αθετώ
2. κάνω κάτι ανίσχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκυρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκύρωσις, νεοελλ. ακυρώσιμος, ακυρωτικός].