ανακαλώ
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
Greek Monolingual
(-έω) (Α ἀνακαλῶ)
Ι. ενεργ.
1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.)
2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.)
ΙΙ. μέσ.
1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.)
2. κλαίω, θρηνώ
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. αποσύρω, αναιρώ, ακυρώνω, καταργώ
2. φρ. «ανακαλώ στη μνήμη μου», αναπολώ, αναλογίζομαι
«ανακαλώ στην τάξη», ελέγχω κάποιον που ατάκτησε ή παρεκτράπηκε
ΙΙ. (μέσ. ανακαλιέμαι)
1. επικαλούμαι τη θεία τιμωρία, καταριέμαι
2. επικαλούμαι τη θεία βοήθεια, προσεύχομαι
3. κραυγάζω, οδύρομαι, θρηνώ
μσν.
διαφυλάσσω, προφυλάσσω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. καλώ στο δικαστήριο, κλητεύω
2. ονομάζω, αποκαλώ
ΙΙ. μεσ.
1. καλώ τους νεκρούς επάνω
2. στέλνω και προσκαλώ
3. ενθαρρύνω, παρορμώ
4. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναλαμβάνω, συνέρχομαι
5. επανορθώνω, διορθώνω
6. φρ. «ἀνακαλούμαι τῇ σάλπιγγι», σημαίνω υποχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καλῶ.
ΠΑΡ. ανάκληση (-ις)
αρχ.-μσν.
ἀνακλητος
νεοελλ.
ανακάλεμα, ανακαλεσιά, ανακάλεσμα, ανακάλημα, ανακαλητό, ανακλητός, ανακλήτωρ].