καταργώ

From LSJ

ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make

Source

Greek Monolingual

(I)
(AM καταργῶ, -έω)
συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα της φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ θεοῦ καταργήσει», ΚΔ)
αρχ.
1. δυσχεραίνω μια εργασία
2. είμαι οκνηρός
3. κάνω κάτι χωρίς αποτέλεσμα, δεν τελεσφορώ («νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως», ΚΔ)
4. αφορίζω, αναθεματίζω
5. περιφρονώ κάποιον ή κάτι
6. φρ. «κατηργηκέναι τοὺς καιρούς» — να μη χρησιμοποιούν τις ευκαιρίες (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀργῶ < ἀργός (ΙΙ)].
(II)
καταργῶ και κατεργῶ (Μ)
αναθεματίζω, καταριέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταριέμαι (το ημίφωνο του οποίου εξελήφθη ως ουρανικό -γ-), κατά το σχήμα εξομολογιέμαι: εξομολογώ].