ακώλυτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκώλυτος, -ον)
αυτός που δεν κωλύεται, ο ανεμπόδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + κωλυτός < κωλύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκωλυτί].
-η, -ο (Α ἀκώλυτος, -ον)
αυτός που δεν κωλύεται, ο ανεμπόδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + κωλυτός < κωλύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκωλυτί].