ανεμπόδιστος

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεμπόδιστος, -ον)
μη εμποδιζόμενος, αμπόδιστος, ακώλυτος
αρχ.
εκείνος που δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, που δεν εμποδίζει.