αλάξευτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀλάξευτος. –ον)
αυτός που δεν λαξεύτηκε ή δεν μπορεί να λαξευτεί, απελέκητος, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + λαξευτός < λαξεύω.
-η, -ο (Μ ἀλάξευτος. –ον)
αυτός που δεν λαξεύτηκε ή δεν μπορεί να λαξευτεί, απελέκητος, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + λαξευτός < λαξεύω.