απελέκητος

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπελέκητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πελεκηθεί
2. (για ανθρώπους) άξεστος, αμόρφωτος, τραχύς
3. παροιμ. «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο».