αλέξανδρος

Greek Monolingual

ἀλέξανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που υπερασπίζει τους άνδρες
2. (το θηλυκό) ως επίθετο της Ήρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλέξω «υπερασπίζω» + -ἀνδρὸς < ἀνήρ.