το (Α ἁλίευμα) ἁλιεύωνεοελλ.1. το προϊόν της αλιείας2. το σύνολο τών ψαριών ή θαλάσσιων προϊόντων που αλιεύτηκαναρχ.η αλιεία, το ψάρεμα.