Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἁλίζωνος, -ον (Μ)αυτός που περιζώνεται, που περιβρέχεται από θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -ζωνος < ζώνη.