αλεξίκακος

Greek Monolingual

ἀλεξίκακος, -ον (AM)
1. αυτός που αποκρούει το κακό ή τη συμφορά
2. αρωγός, προστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλεξι- (< ἀλέξω) + κακός].