αλεξίσφαιρος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αποκρούει τις σφαίρες, που δεν προσβάλλεται από αυτές, ο άτρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεξι- + (< ἀλέξω) + σφαίρα].