Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αλευρόμετρο
Greek Monolingual
το (Τεχνολ.-Χημ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της γλουτένης, η οποία περιέχεται στη ζύμη του αλεύρου, για τον καθορισμό τών αρτοποιητικών ιδιοτήτων του. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές <ἄλευρoν+μέτρο(ν), πρβλ. αγγλ. aleurometer].