αλιβρώς
Greek Monolingual
ἁλιβρώς, -ῶτος (ο, η) και ἁλίβρωτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγεται, φθείρεται από τη θάλασσα («ἁλίβρωτοι πέτραι»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Σύνθετο με διπλό, παράλληλο σχηματισμό, αθέματο (τριτόκλιτο: ἁλιβρώς) και θεματικό (δευτερόκλιτο: ἁλίβρωτος
πρβλ. και ἀγνώς-ἄγνωστος) < ἁλι- (< ἅλς) + βρωτὸς < βιβρώσκω «τρώγω»].