ἀγνώς
μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοί → tell not my own dream to me, you are telling me what I know already
English (LSJ)
ἀγνῶτος, ὁ, ἡ, (γνῶναι):
I Pass., unknown, mostly of persons, ἀγνῶτες ἀλλήλοις Od.5.79; ἀγνὼς πρὸς ἀγνῶτ' εἶπε A.Ch.677, cf. Supp.993, S.Ph.1008; ἀγνὼς πατρί = clam patre, E.Ion14: in Prose, ἀγνὼς τοῖς ἐν τῇ νηΐ Th.1.137, cf. Pl.R. 375e, etc.
b of things, obscure, unintelligible, ἀγνὼς φωνὴ βάρβαρος A.Ag.1051, cf. S.Ant.1001; ἀγνὼς δόκησις = vague suspicion, dark suspicion, Id.OT681.
2 obscure, ignoble, ἀγνὼς ἀκλεής E.IA18; οὐκ ἀγνὼς νίκαν = a victory not unknown to fame, Pi.I.2.12; ἀγνὼςδιὰ νεότητα Jul.Or.3.116b.
II Act., ignorant, S.OT1133; ἀγνὼς τί δύναται.. X.Oec.20.13.
III c. gen., where the sense fluctuates between Pass. and Act., [χθὼν] οὐκ ἀγνὼς θηρῶν Pi.P.9.58, cf. I.2.30; ἀγνῶτες ἀλλήλων Th.3.53; ὁ ἀγνὼς τῶν λόγων Arist.SE178a26.
Spanish (DGE)
ἀγνῶτος
I 1desconocido c. dat. ἀγνῶτες ἀλλήλοισι Od.5.79, Arist.Pol.1313b5, παῖδ' ἀγνῶτ' ἐμοί S.Ph.1008, cf. Pl.Ep.310d, R.375e, τοῖς ἐκεῖ X.HG 1.6.4
•desconocido, inadvertido πατρί E.Io 14, τοῖς ἐν τῇ νηΐ Th.1.137, ἀγνῶθ' ὅμιλον A.Suppl.993
•en gener. abs. o c. constr. prep. desconocido οὐκ ἀ. εἰμι Gorg.B 11a.36, ἀγνὼς πρὸς ἀγνῶτ' εἶπε A.Ch.677, cf. Ar.Ec.640, νέος ... καὶ ἀ. Pl.Euthphr.2b.
2 obscuro, no glorioso ἀ. ἀκλεής E.IA 18.
3 incierto, inseguro δόκησις ἀ. λόγων S.OT 681.
II 1ininteligible, incomprensible ref. a la lengua φωνὴν βάρβαρον A.A.1051, φθόγγος ὀρνίθων S.Ant.1001, αἱ μὲν οὖν γλῶτται ἀγνῶτες, τὰ δὲ κύρια ἴσμεν Arist.Rh.1410b12.
2 irreconocible ποιήσας τὸν Ὀδυσσέα πᾶσι μὲν τοῖς οἰκείοις ... ἀγνῶτα S.E.P.1.68.
III 1desconocedor, ignorante c. gen. οὐκ ἀγνῶτες ... δόμοι ... κώμων ... ἐρατῶν nuestros palacios no desconocen los amables cantos triunfales Pi.I.2.30, χθονὸς αἶσαν ... οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν un lote de tierra que conoce la caza Pi.P.9.58, ἀ. ἀλλήλων Th.3.53, Pl.Lg.751d, λόγων Arist.SE 178a26, del terreno, Aen.Tact.16.19
•abs. ἀλλ' ἐγὼ σαφῶς ἀγνῶτ' ἀναμνήσω a él, que no (me) reconoce, le haré recordar claramente S.OT 1133, ἀ. τί δύναται φέρειν ἡ γῆ X.Oec.20.13 de seres primitivos, D.Chr.12.29.
2 que no comprende, incomprensivo σοῦ μὲν τυχὼν ἀγνῶτος, ἐν δὲ τοῖσδ' ἴσος S.OT 677.
• Etimología: Cf. γιγνώσκω.
German (Pape)
[Seite 18] ἀγνῶτος, 1) ungekannt, οὐκ ἀγνῶτες ἀλλήλοις Od. 5, 79, sie kennen sich einander wohl (ἅπαξ εἰρημ.); ebenso Trag. (ἀγνὼς πατρί, heimlich vor dem Vater, Eur. Ion. 14) u. in Prosa oft mit dem dat. wie Thuc. 1, 137; Plat. setzt Rep. II, 375 e den συνήθεις καὶ γνώριμοι die ἀγνῶτες entgegen, wie die ἔνδοξοι Din. 1, 111; ἀγνῶτες, ὁποῖοί τινές εἰσι Dem. 38, 20; καὶ ἀφανής Luc. somn. 11. – 2) nicht kennend, unkundig, Soph. O. R. 1133, (ja 677 geht es in die Bdtg von ἀγνώμων, hart, über); θηρῶν Pind. P. 9, 58; κώμων I. 2, 30; ἀλλήλων Thuc. 3, 53, wie Plat. Legg. VI, 751 d; Xen. Oec. 20, 13. – Ein compar. ἀγνώστερος, rhett. graec. I p. 471, 11.
French (Bailly abrégé)
ἀγνῶτος (ὁ, ἡ)
I. 1 inconnu de, τινι;
2 qui agit à l'insu de, τινι;
3 qu'on ne peut reconnaître, inintelligible, obscur;
II. 1 qui ne sait pas, ignorant ; σοῦ τυχὼν ἀγνῶτος SOPH t'ayant rencontré, toi qui ne me connais pas, qui ne peux me juger ; ἀγνώς τινος, qui ne connaît pas qqn ou qch;
2 qui ne reconnaît pas qqn.
Étymologie: ἀ, γιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγνώς: ἀγνῶτος adj.
1 неизвестный, незнакомый, неведомый (τινι Hom., Trag., Thuc., Plat.): ἀ. πρὸς ἀγνῶτ εἶπε Aesch. он, будучи (мне) незнаком и сам (меня) не зная, заговорил; ἀ. πατρί Eur. тайком от отца; δόκησις ἀ. Soph. неясное (смутное) подозрение;
2 безвестный: οὐκ ἀ. Pind. небезызвестный, славный; βίον ἐξεπέρασ᾽ ἀ. Eur. он провел свою жизнь в безвестности;
3 незнающий, незнакомый: ἀ. τινος Pind., Theocr., Arst. незнакомый с кем(чем)-л.; ἀγνῶτ᾽ ἀναμνήσω νιν Soph. я напомню ему, если он забыл; ἀ. τί δύναται φέρειν ἡ γῆ Xen. не знающий, что может производить земля.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγνώς: ἀγνῶτος, ὁ, ἡ, (γιγνώσκω, γνῶναι, πρβλ. Lob. de Adject. immobil. 4. 7): Ι. παθ., ἄγνωστος, μάλιστα ἐπὶ προσώπων· ἀγνῶτες ἀλλήλοις, Ὀδ. Ε. 79· ἀγνὼς πρὸς ἀγνῶτ’ εἶπε, Αἰσχύλ. Χο. 677. πρβλ. Ἱκ. 993, Σοφ. Φ. 1008· ἀγνὼς πατρί, clam patre, Εὐρ. Ἴων 14· οὕτω παρὰ πεζοῖς, ἀγν. τοῖς ἐν τῇ νηΐ, Θουκ. 1. 137, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 375Ε, καὶ ἀλλ. β) ἐπὶ πραγμάτων, σκοτεινός, ἀσαφής, ἀκατάληπτος, φωνή, φθόγγος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1051· Σοφ. Ἀντιγ. 1001, ἀγν. δόκησις, σκοτεινὴ ἀσαφὴς ὑπόνοια, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 681. 2) οὐχὶ γνωστός, ἄσημος, ἄγνωστος· ἀγν., ἀκλεής, Εὐρ. Ι. Α. 19· οὐκ ἀγνῶτα νίκαν, νίκην οὐχὶ ἄγνωστον εἰς τὴν φήμην, Πινδ. Ι. 2, 19. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ γινώσκων, ἀγνοῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1133· σοῦ μὲν τυχὼν ἀγνῶτος, ἀνικάνου εἰς τὸ νὰ μὲ ἐκτιμήσῃς, ὁ αὐτ. 677· ἀγνώς, τί δύναται ..., Ξεν. Οἰκ. 20. 13. ΙΙΙ. μ. γεν., ὅτε ἡ σημασία κυμαίνεται μεταξὺ παθ. καὶ ἐνεργ., χθὼν οὐκ ἀγν. θηρῶν, Πινδ. ΙΙ. 9. 103, πρβλ. Ι. 2, 44· ἀγνῶτες ἀλλήλων, Θουκυδ. 3. 53· ὁ ἀγν. τῶν λόγων, Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 22. 4.
English (Autenrieth)
unknown, Od. 5.79†.
English (Slater)
ἀγνώς ignorant (always negatived) c. gen. “ἵνα οἱ χθονὸς αἷσαν δωρήσεται, οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν.” (P. 9.58) καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν (I. 2.30) [[[οὐκ]] ἀγνῶτ' ἀείδω (v.l. ἄγνωτ) (I. 2.12) ]
Greek Monotonic
ἀγνώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (γιγνώσκω)·
I. 1. Παθ., άγνωστος, λέγεται κατεξοχήν για πρόσωπα, σε Αισχύλ.· ἀγνὼς πατρί, Λατ. clam patre, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για πράγματα, άγνωστος, σκοτεινός, μπερδεμένος, δυσνόητος, ασαφής, ακατάληπτος, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἀγνὼς δόκησις, σκοτεινή υποψία, υπόνοια, στον ίδ.
2. μη γνωστός, άγνωστος, άσημος, σε Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν γνωρίζει, αυτός που αγνοεί, ο μη πληροφορημένος, σε Σοφ.
III. με γεν., όπου η σημασία κυμαίνεται μεταξύ Παθ. και Ενεργ., ἀγνῶτες ἀλλήλων, σε Θουκ.
Middle Liddell
γιγνώσκω
I. pass. unknown, of persons, Aesch.; ἀγνὼς πατρί clam patre, Eur.: of things, unknown, obscure, unintelligible, Aesch., Soph.; ἀγν. δόκησις a dark suspicion, Soph.
2. not known, obscure, ignoble, Eur.
II. act. not knowing, ignorant, Soph.
III. c. gen., where the sense fluctuates between pass. and act., ἀγνῶτες ἀλλήλων Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
-ῶτος (=ἄγνωστος, ἀσαφής). Ἀπό τό α στερητ. + γνῶναι. Δές γιά παράγωγα στό γιγνώσκω.
Translations
unknown
Albanian: panjohur; Arabic: مَجْهُول; Armenian: անհայտ; Asturian: desconocíu; Azerbaijani: məchul, naməlum, bilinməyən; Belarusian: невядомы; Bulgarian: неизвестен, незнаен; Catalan: desconegut; Chinese Mandarin: 未知, 不明; Chukchi: гэвэты ваԓьын; Czech: neznámý; Danish: ubekendt, ukendt; Dutch: onbekend, ongekend, ongeweten; Esperanto: nekonata; Estonian: tundmatu; Finnish: tuntematon; French: inconnu; Galician: descoñecido; Georgian: უცნობი; German: unbekannt; Gothic: 𐌿𐌽𐌺𐌿𐌽𐌸𐍃; Greek: άγνωστος; Ancient Greek: ἄγνωστος, ἄγνωτος; Hindi: अनजान; Hungarian: ismeretlen; Icelandic: óþekktur, ókunnur; Indonesian: tak diketahui; Italian: ignoto, sconosciuto; Japanese: 未知の, 無名な, 不明な; Korean: 알려지지 않은; Kurdish Central Kurdish: نەناسراو; Latin: incognitus, ignoratus, ignotus, nescitus, obscurus; Latvian: nepazīstams, svešs; Lithuanian: nežinomas; Macedonian: непознат; Norwegian Bokmål: ukjent; Nynorsk: ukjent; Occitan: desconegut; Persian: مجهول; Plautdietsch: onbekaunt; Polish: nieznany; Portuguese: desconhecido, desconhecida; Romanian: necunoscut, neștiut, obscur; Russian: неизвестный, незнакомый, неведомый; Sanskrit: अज्ञात; Serbo-Croatian Cyrillic: непознат; Roman: nepoznat; Slovak: neznámy; Slovene: neznan, nepoznan; Spanish: ignoto, desconocido; Swedish: okänd; Tajik: номаълум, ношинос, маҷҳул; Turkish: bilinmeyen, bilinmez, meçhul; Ukrainian: невідомий, незнаний; Uzbek: nomaʼlum, majhul; Vietnamese: không biết; Welsh: anhysbys; Zazaki: nêzanıyen, mechul, nêzanıyaye
ignorant
Albanian: injorant; Arabic: جَاهِل; Egyptian Arabic: جاهل; Hijazi Arabic: جاهل; Armenian: տգետ, անգրագետ; Asturian: inorante; Azerbaijani: cahil; Bashkir: наҙан; Belarusian: невуцкі, неадукаваны, няграматны, няпісьменны, цёмны; Bulgarian: неграмотен, необразован, неук; Catalan: ignorant; Chinese Mandarin: 無知, 无知; Czech: ignorantský, nevzdělaný, neznalý; Dutch: onwetend, ignorant; Finnish: tietämätön; French: ignorant; Galician: ignorante; German: ignorant; Gothic: 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌸𐍃; Greek: αδαής; Ancient Greek: ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄγνωτος, ἀδαήμων, ἀδαής, ἀδηνής, ἀδίδακτος, ἄιδρις, ἄϊδρις, ἀμαθής, ἀνάγωγος, ἀνεπιγνώμων, ἀνεπινόητος, ἀνεπιστάμων, ἀνεπιστήμων, ἀπαίδευτος, ἄπειρος, ἀπείρων, ἀπευθής, νήπιος; Hungarian: tudatlan, tájékozatlan; Indonesian: bebal; Irish: ainbhiosach, aibéiseach; Italian: ignorante; Japanese: 無知; Kazakh: бейхабар; Korean: 무지하다; Kurdish Central Kurdish: نەزان; Northern Kurdish: nezan; Latin: inscitus, ignarus; Macedonian: неук; Malay: jahil; Malayalam: പാമരൻ; Middle English: bestial; Norman: innouothant; Norwegian Bokmål: uvitende; Occitan: ignorant; Old English: unġewiss; Persian: نادان, عامی; Polish: ignorancki; Portuguese: ignorante; Romanian: ignorant; Russian: невежественный, необразованный, неграмотный, тёмный; Scottish Gaelic: ainfhiosach, ainfhiosrach; Slovak: nevzdelaný; Slovene: neveden; Spanish: ignorante, ignaro; Swedish: ovetande, okunnig; Tagalog: bano; Turkish: cahil; Ukrainian: неуцький, неосві́чений, неодукований, неписьменний, неграмотний, темний; Vietnamese: ngu dốt, dốt nát, mù chữ
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий