αλισμάραγος

Greek Monolingual

ἁλισμάραγος, -ον (Α)
βροντερός σαν θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -σμάραγος < σμαραγῶ (-έω) «σπάζω, κάνα) θόρυβο»].