αλογήσιος

Greek Monolingual

-ια, -ιο άλογο
του αλόγου, αυτός που ανήκει στο άλογο ή προέρχεται από αυτό, «αλογήσιο κρέας» — επίρρ. αλογήσια
όπως ταιριάζει σε άλογο.