αλογοβορός
Greek Monolingual
ο
οβορός τών αλόγων, αλογόμαντρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + οβορός «περιφραγμένος χώρος όπου διανυκτερεύουν τα ζώα»].
ο
οβορός τών αλόγων, αλογόμαντρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + οβορός «περιφραγμένος χώρος όπου διανυκτερεύουν τα ζώα»].