Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αλπινιστής
Greek Monolingual
ο (θηλ. -ίστρια) 1. αυτός που επιδίδεται στον αλπινισμό, ο ορειβάτης 2. στη στρατιωτική γλώσσα στον πληθυντικό αλπινιστές. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στα Ελληνικά του γαλλ. alpiniste].