αλφιτοσιτώ

Greek Monolingual

ἀλφιτοσιτῶ (-έω) (Α)
τρώω άλφιτα, κριθαρένιο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλφιτόσιτος < ἄλφιτα + σίτος].