η1. ποσότητα δημητριακών αρκετή για ένα αλώνισμα2. ποσότητα καρπών, που απλώνεται σε αλώνι για αποξήρανση3. ο καρπός που αλωνίστηκε.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι. Η σημ. (2) επιτρέπει πιθ. τη σύνδεση της λ. με το αρχ. ἁλωνία.