αμίαντο
Greek Monolingual
το αμίαντος
τεχνολ.
1. (gas mantle) ύφασμα εμβαπτισμένο σε χημικές ουσίες (κυρίως άλατα σπάνιων γαιών) που εκπέμπει έντονο λευκό φως όταν θερμανθεί με τη βοήθεια φλόγας. Χρησιμοποιείται σε λάμπες αερίου και πετρελαίου
2. είδος λευκού δέρματος που χρησιμοποιείται ως σολόδερμα υποδημάτων.