ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
το, Ν1. ειδικά κατεργασμένο χοντρό δέρμα για σόλες, κάττυμα2. σόλα3. κομμάτι από καουτσούκ ή άλλη ύλη για πέλμα υποδήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σόλα + δέρμα].