σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)
το, Ν1. ειδικά κατεργασμένο χοντρό δέρμα για σόλες, κάττυμα2. σόλα3. κομμάτι από καουτσούκ ή άλλη ύλη για πέλμα υποδήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σόλα + δέρμα].