αμανατιτζής
Greek Monolingual
και -νετιτζής, ο
αυτός που παίρνει από κάποιον κάτι ως ενέχυρο, ο ενεχυροδανειστής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμανάτι + παραγ. κατάλ. -τζής].
και -νετιτζής, ο
αυτός που παίρνει από κάποιον κάτι ως ενέχυρο, ο ενεχυροδανειστής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμανάτι + παραγ. κατάλ. -τζής].