αμανάτι

Greek Monolingual

και αμανέτι, το
1. ενέχυρο, υποθήκη, παρακαταθήκη
2. πρόσωπο που εμπιστεύεται κανείς στη φροντίδα και επιμέλεια άλλου
3. (και μτφ. στη φράση) «έμεινα αμανάτι».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. emanet «κατάθεση, παρακαταθήκη».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμανατιτζής].