ενεχυροδανειστής

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που παρέχει δάνεια παίρνοντας ενέχυρο, αυτός που διατηρεί ενεχυροδανειστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + δανειστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Παν. Ηλιόπουλο].