αμαξοπηγός

Greek Monolingual

ο (Α ἁμαξοπηγός)
ο αμαξοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμαξα + -πηγὸς < πήγνυμι.
ΠΑΡ. αμαξοπηγία νεοελλ. αμαξοπηγείο, αμαξοπηγικός].