αμαξοπηγικός
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
Greek Monolingual
-ή, -ό αμαξοπηγός
1. ο σχετικός με την αμαξοπηγία ή τον αμαξοπηγό
2. το θηλ. ως ουσ. η αμαξοπηγική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του αμαξοπηγού, η αμαξοποιία.