αμαξοστοιχία

Greek Monolingual

η (ή συρμός) τεχνολ.
το σύνολο τών βαγονιών που τραβά μια σιδηροδρομική μηχανή έλξεως, μαζί με την μηχανή. Υπάρχουν επιβατικές αμαξοστοιχίες, αμαξοστοιχίες εμπορευμάτων, μικτές (όταν μεταφέρουν επιβάτες κι εμπορεύματα), ταχείες και υπερταχείες (όταν κινούνται με μεγάλη ταχύτητα και δεν σταματούν σε όλους τους σταθμούς) κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα + -στοιχία < -στοιχος < αρχ. στείχω «βαδίζω», πρβλ. αγγλ. train. Ο ελληνικός όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίο)].