αμβλυωπικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με την αμβλυωπία
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αμβλυωπικός, η αμβλυωπική
αυτός που πάσχει από αμβλυωπία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αμβλυωπία, πρβλ. αγγλ. amblyopic].