αμεμψίμοιρος

Greek Monolingual

ἀμεμψίμοιρος, -ον (Α) μεμψίμοιρος
αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη μοίρα του, δεν παραπονιέται για την τύχη του, γενναιόκαρδος, καρτερικός.