αμιγής

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμιγής)
αυτός που δεν περιέχει ξένα στοιχεία, άμικτος, ανόθευτος, καθαρός
μσν.
παρθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + -μιγής < ἐμίγην μ(ε)ίγνυμι].