αμμοχάλικο

Greek Monolingual

το (Γεωλ.)
υλικό που αποτελείται από μίγμα αδρών κλαστικών τεμαχιδίων, διαμέτρου 2,0 χιλιοστομέτρων (χαλίκι) ώς και 0,6 χιλιοστομέτρων (λεπτή άμμος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + χαλίκι].