χαλίκι
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
Greek Monolingual
το, ΝΜ
μικρή πέτρα, κομμάτι από σπασμένη πέτρα, σκύρο (α. «αχνίζουν τα χαλίκια» β. «φόρει καὶ τὸ προσώμιν σου, καὶ τὸν πηλὸν κουβάλει, καὶ τὰ χαλίκια σύνασε», Πρόδρ.)
νεοελλ.
αδρανές υλικό παραγόμενο μέσω διαλογής προϊόντων συντριβής λίθων ή φυσικών χαλίκων, η κοκκομετρία του οποίου περιλαμβάνεται μεταξύ 5 και 25 χιλιοστομέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χάλιξ, -ικος, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. χαλίκιον].