η (Α ἀμνηστία) ἄμνηστοςλήθη, συγχώρηση αδικήματος που διαπράχθηκε κατά της πολιτείαςαρχ.1. λήθη, λησμοσύνη2. φρ. «ἀμνηστίαν ἔχω τινός», ξεχνώ, λησμονώ.