-η, -ο και παλ. τ. αμύστακος, -ον μουστάκι1. αυτός που δεν έχει μουστάκι2. αυτός που δεν έβγαλε ακόμη μουστάκι και συνεκδοχικά ο έφηβος3. αυτός που έχει ξυρισμένο το μουστάκι4. (για καλαμπόκι ή άλλα φυτά) χωρίς μουστάκι, χωρίς θύσανο.