αμπάρι

Greek Monolingual

το
1. αποθήκη χτιστή ή ξύλινη σε σχήμα μικρού κιβωτίου, όπου φυλάσσονται καρποί, ιδίως σιτηρά, και άλλα τρόφιμα στα σπίτια τών χωρικών
2. κύτος πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. ambar < πιθ. ελλην. εμπόριο.
ΠΑΡ. αμπαριάζω, αμπαρτζής.
ΣΥΝΘ. αλευράμπαρο, σιταράμπαρο].