αμπαριάζω

Greek Monolingual

1. αποθηκεύω στο αμπάρι σιτηρά, καρπούς, τρόφιμα
2. τοποθετώ τα εμπορεύματα που πρόκειται να μεταφερθούν στο κύτος του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπάρι.
ΠΑΡ. αμπάριασμα].