αμυγδαλοθραύστης

Greek Monolingual

ο
όργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, αμυγδαλοσπάστης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + -θραύστης < θραύω (πρβλ. καρυοθραύστης)].