Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θραύστης

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θραύστης Medium diacritics: θραύστης Low diacritics: θραύστης Capitals: ΘΡΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: thraústēs Transliteration B: thraustēs Transliteration C: thraystis Beta Code: qrau/sths

English (LSJ)

θραύστου, ὁ, one who breaks or crushes, POxy.868.2 (nisi sub θραυστός ponendum).

Greek Monolingual

ὁ (Α θραύστης)
νεοελλ.
ο θραυστήρας
αρχ.
αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) κοκκοθραύστης
νεοελλ.
αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης, λιθοθραύστης, ξυλοθραύστης, παγοθραύστης, υαλοθραύστης].