αμφίγλωσσος

Greek Monolingual

ἀμφίγλωσσος, -ον (Μ)
1. ο ασαφής στην έκφραση, αυτός που μιλάει με ασάφεια, με υπονοούμενα
2. αυτός ο οποίος μιλάει δύο γλώσσες, ο δίγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γλωσσος < γλῶσσα.