αμφίλεκτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίλεκτος, -ον) ἀμφιλέγω
1. αντιλεγόμενος
αμφισβητούμενος, αμφίβολος
2. αυτός που προκαλεί φιλονικίες
3. διπλός.
-η, -ο (Α ἀμφίλεκτος, -ον) ἀμφιλέγω
1. αντιλεγόμενος
αμφισβητούμενος, αμφίβολος
2. αυτός που προκαλεί φιλονικίες
3. διπλός.