αμφίβολος

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίβολος, -ον)
αυτός που βρίσκεται στα όρια του πιθανού και του απίθανου, του δυνατού και του αδύνατου, αβέβαιος, άδηλος, αόριστος, προβληματικός
2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε αμφιβολία, σε αβεβαιότητα, που διστάζει
νεοελλ.
(το ουδ. ως απροσ.) «(είναι) αμφίβολο», είναι αβέβαιο, δεν υπάρχει βεβαιότητα
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται γύρω από κάποιον, που περιβάλλει κάποιον ή κάτι από παντού
αυτός που χτυπιέται από όλες τις πλευρές
3. αυτός που έχει διπλή αιχμή, «ἀμφίβολοι κάμακες»
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμφίβολον σκοινί
5. φρ. «ἀμφίβολος εἰμι», βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο πυρά, βάλλομαι από παντού
«ἀμφίβολος βίος», λέγεται για τους αποστάτες
«ἐν αμφιβὀλῳ εἰμί», βρίσκομαι σε αμφιβολία, αμφιβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφιβάλλω. Για τη σημ. βλ. λ. αμφιβάλλω.
ΠΑΡ. αμφιβολία].